ζούπισμα

ζούπισμα
το, -ατος
πίεση, πάτημα: Από το ζούπισμα χάλασε η βαλίτσα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ζούπισμα — το [ζουπίζω] συμπίεση, σύνθλιψη, ζούληγμα, πατήκωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”